πρωτευουσιάνικος

πρωτευουσιάνικος
η , ο столичный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "πρωτευουσιάνικος" в других словарях:

  • πρωτευουσιάνικος — η, ο, Ν 1. αυτός που προσιδιάζει στην πρωτεύουσα και στον πρωτευουσιάνο 2. αυτός που προέρχεται από την πρωτεύουσα. επίρρ... πρωτευουσιάνικα Ν με πρωτευουσιάνικο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτευουσιάνος. Η λ., στο θηλ. πρωτευουσιάνικη, μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

  • πρωτευουσιάνικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτεύουσα ή προέρχεται από την πρωτεύουσα: Έχει πρωτευουσιάνικο αέρα η γυναίκα αυτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»